ἅσπερ

ἅσπερ
ἅ̱ς , ὅς
yas
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Συμπληγάδες — οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, άδος Α (με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο… …   Dictionary of Greek

  • κυρήβια — κυρήβια, ίων, τὰ (Α) 1. αποφλοιωμένα σιτηρά και άχυρα ή πίτουρα σιτηρών, κυρίως κριθαριού, ή αποφλοιωμένα όσπρια 2. ο τόπος ή το κατάστημα όπου πωλούσαν τα κυρήβια («οἶδα τὰς ὁδούς, ἅσπερ Εὐκράτης ἔφευγεν εὐθὺ τῶν κυρηβίων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • aspermous — aspermous, a. Bot. and Phys. (əˈspɜːməs) [f. Gr. ἄσπερµ ος (f. ἀ priv. + σπέρµα, µατ seed) + ous.] Without seed. aspermatous ( mətəs), a. = aspermous a. aˈspermatism, lack of seed, impotence. all in Mayne …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”